- βλαχίλα
- η1) невежество, грубость, неотёсанность; 2) запах скотного двора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλαχίλα — η 1. η άξεστη συμπεριφορά του βλάχου 2. η δυσοσμία του βλάχου και του τσοπάνη … Dictionary of Greek